- ὑπερασχάλλω
- ὑπερασχάλλω,A to be exceedingly grieved,
τῷ συμβεβηκότι Aristid. Or.25(43).63
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷ συμβεβηκότι Aristid. Or.25(43).63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερασχάλλω — Α λυπούμαι πάρα πολύ, στενοχωριέμαι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀσχάλλω «λυπάμαι, στεναχωριέμαι»] … Dictionary of Greek